- ἐπήστραψε
- ἐπαστράπτωlighten uponaor ind act 3rd sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επαστράπτω — ἐπαστράπτω (Α) 1. αστράφτω πάνω σε κάτι ή απλώς αστράφτω («ἐνίοις ἐπήστραψε δεξιόν», Πλούτ., «σπινθῆρας ἐπαστράπτουσα», Νόνν.) 2. λάμπω … Dictionary of Greek